ἀναρριχώμενοι

ἀναρριχώμενοι
ἀναρριχάομαι
clamber up with the hands and feet
pres part mp masc nom/voc pl
ἀναρριχάομαι
clamber up with the hands and feet
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρυγχωσία — (rhynchosia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ψυχανθών, με περίπου 100 είδη. Είναι πόες πολυετείς ή θάμνοι αναρριχώμενοι, σπάνια όρθιοι, με πολλούς μικρούς κίτρινους αδένες. Έχει φύλλα πτεροειδή και άνθη κίτρινα, που σχηματίζουν τσαμπιά. Τα …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… …   Dictionary of Greek

  • λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… …   Dictionary of Greek

  • παρινάριο — (parinarium). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ροδιδών. Αριθμεί περίπου 50 είδη, που ζουν σε τροπικές ζώνες. Είναι δέντρα ή θάμνοι όρθιοι ή αναρριχώμενοι, με φύλλα επαλλάσσοντα, με παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι ζυγόμορφα, με 5 σέπαλα, 5… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”